- κερκέτης
- ο (Α κερκέτης)νεοελλ.ναυτ.) είδος μικρής άστυπης άγκυρας με τρεις όνυχες που χρησιμοποιείται συνήθως σε λέμβους, για αγκυροβολία ή και για ανάσυρση αντικειμένων από τον βυθόαρχ.1. βάρος που κρεμούσαν στην προσήνεμη πλευρά τού πλοίου, όταν φυσούσε σφοδρός άνεμος, για να μετριάζεται η κλίση τού πλοίου2. μικρό πηδάλιο, από την ονομ. τού ινδικού φύλου τών Κερκιτών, οι οποίοι τό επινόησαν και τό χρησιμοποιούσαν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κέρκος].
Dictionary of Greek. 2013.